χαρακίδα

χαρακίδα
η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τού θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Charax puntazzo, τής οικογένειας τού σπάρου, που μοιάζει πολύ με τον σαργό και το οποίο λέγεται και σύγγαινα ή σουβλομυτάκι, λόγω τού κωνικού, οξύληκτου ρύγχους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. διαλ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χάρακας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται κοντά στον Πύργο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”